νήγρετος

νήγρετος
νήγρετος, ον, ([etym.] νη-, ἐγείρω)
A unwaking, νήγρετος ὕπνος sound sleep, Od.13.80, h.Ven.177; of death,

εὕδομες εὖ μάλα μακρὸν ἀτέρμονα ν. ὕπνον Mosch.3.104

: in late Prose, Aret.SD2.13: neut. as Adv., νήγρετον without waking,

ν. εὕδειν Od.13.74

; ν. ὑπνοῦν, of death, AP 7.305 ([place name] Adaeus).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Look at other dictionaries:

  • νήγρετος — νήγρετος, ον (Α) 1. (σπάν. για πρόσ.) αυτός που δεν μπορεί να σηκωθεί ή που δεν σηκώθηκε 2. (για ύπνο) βαρύς, βαθύς («καὶ τῷ νήδυμος ὕπνος ἐπὶ βλεφάροισιν ἔπιπτεν, νήγρετος ἥδιστος, θανάτῳ ἄγχιστα ἐοικώς», Ομ. Οδ.) 3. μτφ. (μαζί με το ύπνος)… …   Dictionary of Greek

  • νήγρετος — unwaking masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νήγρετον — νήγρετος unwaking masc/fem acc sg νήγρετος unwaking neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • νη- — ν , νε , νω , να (Α) ανάγεται σε ΙΕ στερητικό πρόθημα *ne , που εμφανίζεται κυρίως στη συνεσταλμένη του βαθμίδα *n , η οποία έδωσε στην Ελληνική και το στερητικό πρόθημα α *. Σε άλλες ΙΕ γλώσες η απαθής βαθμίδα *ne χρησιμοποιήθηκε ως ανεξάρτητο …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”